- σόλοικος
- σόλοικοςspeaking incorrectlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σόλοικος — η, ο / σόλοικος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς κατά τη χρήση τής γλώσσας 2. (για κείμενο ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά κυρίως λάθη νεοελλ. 1. ανάρμοστος, απρεπής 2. αυτός που δεν ταιριάζει σε μια … Dictionary of Greek
σόλοικος — η, ο 1.αυτός που έχει συντακτικά λάθη. 2. μτφ., ανάρμοστος: Είναι λίγο σόλοικο να μην πας στη δεξίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σολοικότερον — σόλοικος speaking incorrectly adverbial comp σόλοικος speaking incorrectly masc acc comp sg σόλοικος speaking incorrectly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοίκως — σόλοικος speaking incorrectly adverbial σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόλοικον — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc sg σόλοικος speaking incorrectly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικότερος — σόλοικος speaking incorrectly masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοίκου — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοίκους — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοίκων — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοίκῳ — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)